- βουλευτεία
- η , βουλευτηλίκι τό1) звание депутата парламента; 2) срок полномочий депутата парламента
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουλευτεία — η 1. το αξίωμα του βουλευτή 2. ο χρόνος θητείας του βουλευτή … Dictionary of Greek